Το βιβλίο του Παντελή Χ. Βαλιούλη, Σελίδες εκ της συμ φοράς του Πόντου 1921–1924, εκδόθηκε για πρώτη φορά στην Αθήνα το 1957 .
Ο Βαλιούλης δεν ήταν Πόντιος. Καταγόταν από το Σκοπό της Ανατολικής Θράκης, κωμόπολης κοντά στις Σαράντα Εκκλησίες. Οι Έλληνες της περιοχής, όπως και άλλων περιοχών της Ανατολικής Θράκης, κατά τη διάρκεια του Α ́ Παγκόσμιου Πολέμου εκτοπίστηκαν μαζικά από τους Νεότουρκους στη Μικρά Ασία32. Στην Αμισό (Σαμψούντα) του Δυτικού Πόντου βρέθηκε ως καθηγητής θεολόγος.
Ο ίδιος ο συγγραφέας χαρακτηρίζει το πόνημά του ως «Απομνημονεύματα περί της υπό των Νεοτούρκων εξοντώσεως του Ποντιακού Ελληνισμού» και το αφιερώνει «τη ιερά και αλήστω μνήμη των εθνομαρτύρων του Πόντου». Σ’ ένα σύντομο πρόλογο εκθέτει το σκοπό της συγγραφής, που είναι διττός και έχει να κάνει με τη διατήρηση της μνήμης αναφορικά με «την κατάπτυστον διαγωγήν αφ’ ενός του αιμοδιψούς τυραννίσκου Πρόεδρου του Δικαστηρίου Ανεξαρτησίας εν τω Νομώ Σεβαστείας Εμίν και την εξ ίσου βδελυράν ενοχήν της τουρκικής εν Αγκύρα ηγεσίας και των οργάνων αυτής, στίγμα ανεξάλειπτον βαρβαρότητος και μιαιφονίας, και αφ’ ετέρου την αίγλην της αυτοθυσίας των Εθνομαρτύρων και των άλλων θυμάτων του μαρτυρικού Πόντου κατά το νέον 21». Με τον τρόπο αυτό ο συγγραφέας πιστεύει ότι εκτελεί το καθήκον του, μεταδίδοντας την ιερή μνήμη «εις τας συγχρόνους και μελλούσας χριστιανοελληνικάς γενεάς και τον πεπολιτισμένον διεθνή κόσμον». Εκτιμά μάλιστα ότι όσο κι αν πράξεις συμφιλίωσης, όπως το ελληνοτουρκικό σύμφωνο φιλίας του 1930, αποβλέπουν στο να απαλλάξουν τους μεταγενέστερους «από το βάρος του λυπηρού παρελθόντος», ώστε να μπορέσουν απερίσπαστοι να αντιμετωπίσουν το παρόν και το μέλλον, εντούτοις «η υποχρέωσις της οφειλομένης τιμής προς τας χριστιανικάς πεποιθήσεις και τας εθνικάς παραδόσεις των και την ζωήν των προσενεγκόντων, μας κρατεί αιχμαλώτους του παρελθόντος και τονώνει την μνήμην εκείνων»…
. ..Το κύριο μέρος των απομνημονευμάτων του Βαλιούλη αναφέρεται στα γεγονότα που σχετίζονται με τη δράση του λεγόμενου Δικαστηρίου της Ανεξαρτησίας, που λειτούργησε το 1921 στην Αμάσεια υπό την προεδρία του δικηγόρου και πρώην βουλευτή Εμίν Μπέη Γκαοετσιόγλου και καταδίκασε σε θάνατο με απαγχονισμό επίλεκτα μέλη της Αμισού και της Μερτζιφούντας. Ο ίδιος ο συγγραφέας υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων, έχοντας συλληφθεί, δικαστεί και καταδικαστεί σε πολυετή κάθειρξη. Είχε προηγηθεί η δίκη τους στο Στρατοδικείο της Αμάσειας, όπου είχαν μεταφερθεί, και εν συνεχεία στο νεοσύστατο Δικαστήριο της Ανεξαρτησίας, το οποίο επέβαλε θανατικές ποινές σε εξήντα εννέα άτομα που ήδη κρατούνταν και ερήμην σε άλλα τέσσερα, μεταξύ των οποίων και ο μητροπολίτης της Αμάσειας Γερμανός Καραβαγγέλης. Με το αιτιολογικό ότι «ότι οι παρόντες καί τινες των απόντων εσκέπτοντο και ενήργουν να ιδρύσουν Δημοκρατίαν του Πόντου, αποσπώντες μέγα τμήμα του Οθωμανικού Κράτους, από της Τραπεζούντος μέχρι του Ζογκουλδάκ και προς το εσωτερικόν μέχρι Σεβαστείας...». Αν και οι κατηγορίες ήταν νομικά ατεκμηρίωτες, οι συνθήκες της εποχής και τα σχέδια του κεμαλικού εθνικισμού οδηγούσαν χωρίς πολλές διαδικασίες στην εξόντωση της πολιτικής, κοινωνικής, πνευματικής και θρησκευτικής ηγεσίας των πραγματικών ή φαντασιακών εχθρών…
Απόσπασμα από τον πρόλογο του Δημήτρη Μαυροσκούφη Καθηγητή Διδακτικής Μεθοδολογίας και Ιστορίας της Εκπαίδευσης, Κοσμήτορα Φιλοσοφικής Σχολής Α.Π.Θ.